μπαγλαρώνω

μπαγλαρώνω
μπαγλάρωσα, μπαγλαρώθηκα, μπαγλαρωμένος (λ. τουρκ.)
1. δένω, συλλαμβάνω: Μπαγλάρωσε τους κλέφτες.
2. αιχμαλωτίζω, δέρνω, ξυλοκοπώ: Τους μπαγλάρωσαν με λουριά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπαγλαρώνω — μπαγλαρώνω, μπαγλάρωσα, μπαγλαρωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μπαγλαρώνω — 1. δένω κάποιον καλά 2. (κατ επέκτ.) συλλαμβάνω, φυλακίζω 3. μτφ. δέρνω, ξυλοκοπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bağladim, αόρ. τού bağlamak «δένω» αντί τού μπαγλαντίζω, κατά τα γραπώνω, τσακώνω] …   Dictionary of Greek

  • μπαγλάρωμα — το [μπαγλαρώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπαγλαρώνω, δέσιμο, σύλληψη 2. μτφ. ξυλοκόπημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”