- μπαγλαρώνω
- μπαγλάρωσα, μπαγλαρώθηκα, μπαγλαρωμένος (λ. τουρκ.)1. δένω, συλλαμβάνω: Μπαγλάρωσε τους κλέφτες.2. αιχμαλωτίζω, δέρνω, ξυλοκοπώ: Τους μπαγλάρωσαν με λουριά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.